- ρωποπερπερήθρα
- ἡ, ΜΑχυδαία και ανόητη φλυαρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά, ευτελή αντικείμενα» + πέρπερος «λογάς» + επίθημα -ήθρα (πρβλ. κολυμβ-ήθρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥωποπερπερήθρα — ῥωποπερπερήθρᾱ , ῥωποπερπερήθρα empty braggart talk fem nom/voc/acc dual ῥωποπερπερήθρᾱ , ῥωποπερπερήθρα empty braggart talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥωποπερπερήθραν — ῥωποπερπερήθρᾱν , ῥωποπερπερήθρα empty braggart talk fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
ρωποστωμυλήθρα — ἡ, Α ῥωποπερπερήθρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶπος «ψιλικά + στωμυλήθρα «φλυαρία»] … Dictionary of Greek